Επιμέλεια : Θεοδώρα Ζαφειροπούλου, Καθηγήτρια χορού – Μουσικός [Συνθετική Παιγνιόδραση]
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί όπου ζούσαν όλα τα Συναισθήματα. Ανάμεσά τους ήταν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα.
Κάποια μέρα, τα Συναισθήματα έμαθαν ότι το νησί τους θα βυθιζόταν. Έτσι, άρχισαν όλοι να προετοιμάζουν τις βάρκες τους για να φύγουν. Όμως, η Αγάπη αποφάσισε να μείνει πίσω. Ήθελε να παραμείνει εκεί μέχρι την τελευταία στιγμή.
Καθώς το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Είδε τον Πλούτο να περνά με μια λαμπερή θαλαμηγό και τον ρώτησε:
«Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Όχι, δεν μπορώ», απάντησε ο Πλούτος. «Το σκάφος μου είναι γεμάτο με ασήμι και χρυσάφι. Δεν υπάρχει χώρος για σένα».
Η Αγάπη στράφηκε τότε στην Αλαζονεία, που περνούσε μπροστά της με ένα πολυτελές σκάφος:
«Αλαζονεία, σε παρακαλώ, βοήθησέ με».
«Δεν μπορώ να σε πάρω», είπε η Αλαζονεία. «Είσαι μούσκεμα και θα χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου».
Η Αγάπη έστρεψε το βλέμμα της στη Λύπη:
«Λύπη, σε παρακαλώ, άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη», απάντησε η Λύπη, «είμαι τόσο θλιμμένη που θέλω να μείνω μόνη μου».
Η Ευτυχία πέρασε κι εκείνη, αλλά ήταν τόσο απασχολημένη με τη χαρά της που δεν άκουσε καν την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή:
«Αγάπη, έλα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου».
Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, που η Αγάπη δεν γνώριζε. Με ευγνωμοσύνη ανέβηκε στη βάρκα του, αλλά μέσα στη συγκίνησή της, ξέχασε να τον ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Η Αγάπη, γεμάτη περιέργεια, ρώτησε τη Γνώση:
«Γνώση, ποιος ήταν αυτός που με βοήθησε;»
«Ήταν ο Χρόνος», της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»
Η Γνώση χαμογέλασε και με σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη είναι η αξία της Αγάπης».
Πηγή: Παραδοσιακό παραμύθι της Κολομβίας