Συγγραφή : Θεοδώρα Ζαφειροπούλου, Καθηγήτρια χορού – Μουσικός [Συνθετική Παιγνιόδραση]

Κανείς δεν ήξερε από πού είχε έρθει. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε.
Το φώναζαν απλώς: Παιδί.

Μικρό, ελαφρύ, με μάτια που καθρέφτιζαν σύννεφα και παπούτσια γεμάτα χώμα. Είχε ένα σακίδιο γεμάτο κουμπιά, πετρούλες και σκισμένες σκέψεις. Μιλούσε λίγο, άκουγε πολύ. Και περπατούσε.

Μια μέρα έφτασε σε ένα δάσος. Δεν ήταν συνηθισμένο. Το Παιδί ένιωσε ότι το μέρος… τον κοίταζε. Τα δέντρα έμοιαζαν να αναπνέουν. Οι πέτρες είχαν κάτι να του πουν. Τα μονοπάτια άλλαζαν κάθε φορά που έπαιρνε μια απόφαση.

– Είσαι στο Δάσος που Μεταμορφώνεται, είπε ένας κορμός με μάτια κουρασμένα.
– Εδώ δεν βρίσκεις δρόμο, γίνεσαι δρόμος.

Το Παιδί συνέχισε.

Σ’ ένα ξέφωτο, βρήκε ψιθύρους φυλακισμένους σε κλουβιά. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν. Είχαν ξεχάσει το όνομά τους.

– Κι εσύ; Ποιος είσαι; ρώτησαν.
– Είμαι… εγώ. Δεν έχω άλλο όνομα.
– Αν δε μας δώσεις ένα όνομα, δε θα πας παραπέρα.

Το Παιδί έστησε σκηνή από φύλλα και έπαιξε μονόλογους με φωνές που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Μίλησε ως βρύση, ως άνεμος, ως λύκος. Και τότε άκουσε έναν ήχο μέσα του: «Είμαι Αυτός που Συναντά».

Τα πουλιά τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά.

Προχώρησε και έφτασε σε μια λίμνη που δεν έβγαζε καθόλου ήχο. Ό,τι κι αν έριχνες μέσα, εξαφανιζόταν. Ούτε κυματισμός, ούτε αντήχηση.

– Για να περάσεις, πρέπει να μιλήσεις για ό,τι δε λες σε κανέναν, ψιθύρισε το νερό.

Το Παιδί κάθισε στην όχθη και ξετύλιξε μια ιστορία που είχε θαφτεί βαθιά: για τη φορά που δεν τον πίστεψαν, για τα όνειρά του  που οι άλλοι τα κορόιδεψαν, για τη μοναξιά κάτω απ’ το τραπέζι όταν οι μεγάλοι μάλωναν. Τα είπε χωρίς δράμα. Σαν να διηγούνταν παραμύθι.

Η λίμνη ρίγησε. Κι έπειτα, άνοιξε ένα πέρασμα ανάμεσα στα νερά, γεμάτο λωτούς που ψιθύριζαν μπράβο.

Έτσι, συνέχισε την πορεία του. Βαθιά στο δάσος, συνάντησε έναν καθρέφτη. Αλλά δεν έδειχνε το πρόσωπό του. Έδειχνε μόνο φόβους. Το Παιδί αντίκρισε:

– Ένα στόμα που δεν μπορούσε να μιλήσει.
– Ένα κορμί τυλιγμένο σε ριπές ντροπής.
– Ένα βλέμμα που κοίταζε κάτω.

Δε γύρισε την πλάτη. Έπαιξε μαζί τους. Τους έβαλε να πουν αστεία. Να τραγουδήσουν. Να στήσουν παράσταση. Όταν τέλειωσαν, τα πρόσωπα έγιναν σκίτσα, έπειτα ατμός. Κι ο καθρέφτης έδειξε, για πρώτη φορά, το χαμόγελο του Παιδιού.

Κάποια στιγμή, το Παιδί στάθηκε σε μια διασταύρωση. Είχε περπατήσει πολύ. Το δάσος, πλέον, δεν ήταν το ίδιο. Φωτιζόταν από μέσα. Έμοιαζε με σκηνή. Ή με όνειρο.

– Θες να φύγεις; ρώτησε το χώμα.
– Δεν ήρθα για να φύγω, απάντησε. Ήρθα για να είμαι.

Και τότε το Δάσος άνοιξε. Κι έγινε τόπος. Και μετά φίλος. Και μετά σπίτι.

Από τότε, όποιος περπατάει στο Δάσος που Μεταμορφώνεται και παίζει, και δημιουργεί, και δεν βιάζεται να έχει απαντήσεις, ίσως συναντήσει το Παιδί.

Ή, αν ακούσει προσεκτικά, ίσως το αναγνωρίσει μέσα του.