της Φρόσως Μπενετή, Συμβούλου Ψυχικής Υγείας, Εμψυχώτριας ομάδων

Με τον όρο βιωματική μάθηση, εννοούμε τη διαδικασία απόκτησης της γνώσης μέσω της εμπειρίας και της αναζήτησης προσωπικού νοήματος σε αυτή.

Τα οφέλη της βιωματικής μάθησης είναι ποικίλα και σε κάθε περίπτωση μπορεί αυτή:

α. Να γίνει ένα ταξίδι ανακάλυψης του προσωπικού νοήματος για την ανθρώπινη ύπαρξη.

β. Να αναπτύξει το σύνολο της προσωπικότητας κι όχι αποκλειστικά το νοητικό πεδίο.

γ. Να εξελιχθεί σε μια διαδικασία η οποία καλλιεργεί την προσωπική ανάπτυξη κι αυτογνωσία του εκπαιδευόμενου, ακόμα κι όταν το πλαίσιο δεν είναι θεραπευτικό.

δ. Να βοηθήσει στη σύνδεση της εξωτερικής και της εσωτερικής εμπειρίας, με σκοπό τη σύνθεση μιας νέας βιωματικής γνώσης.

Οι θεραπευτικές αλλά κι οι εκπαιδευτικές ομάδες κατά κύριο λόγο έχουν χαρακτήρα βιωματικό. Επιδιώκουν κι αξιοποιούν την ικανότητα των ατόμων να μαθαίνουν μέσα από την εμπειρία. Αυτή άλλωστε η ικανότητα αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο.

Οι βιωματικές μέθοδοι διδασκαλίας πλεονεκτούν, γιατί έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν το γνωστικό αντικείμενο σε κάτι πιο «ζωντανό» κι ενδιαφέρον, που μπορεί να γίνει άμεσα κατανοητό. Επίσης, μπορούν να συνδέσουν τη διαδικασία μετάδοσης της γνώσης με το προσωπικό κίνητρο, γεγονός που ενισχύει την αποτελεσματικότητά τους.

Η θεωρία της βιωματικής μάθησης δίνει έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζει η εμπειρία στη διαδικασία αυτή, καθώς και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των συμμετεχόντων. Ο όρος, δηλαδή, αναφέρεται στο περιεχόμενο, στις παιδαγωγικές μεθόδους της μαθησιακής διαδικασίας αλλά και στη σχέση που καλλιεργείται ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Συνεπώς αποτελεί μία συνθετική μέθοδο εκπαίδευσης που βρίσκεται στον αντίποδα των παραδοσιακών διδακτικών μεθόδων, καθώς τα μέλη συμμετέχουν ενεργά στο αντικείμενο που παρακολουθούν.

Συνήθως στη βιβλιογραφία όταν γίνεται αναφορά στις εμπειρίες που αποκτούν τα μέλη μιας ομάδας, εννοούνται εκείνες που γίνονται άμεσα αντιληπτές μέσω των αισθήσεων και στις οποίες τα μέλη συμμετέχουν ενεργά. Χαρακτηριστικά, ο Brookfield αναφέρει (1996, σ.337) ότι «σχεδόν κάθε εγχειρίδιο για τις πρακτικές της εκπαίδευσης ενηλίκων επισημαίνει τη σημασία των εμπειρικών μεθόδων, όπως τα παιχνίδια, οι προσομοιώσεις, οι μελέτες περίπτωσης, το ψυχόδραμα, το παιχνίδι ρόλων».

Η Συνθετική Παιγνιόδραση συνδυάζει και αυτή διαφορετικές βιωματικές τεχνικές και μεθόδους από το θέατρο, τη μουσική, το χορό, τη συνθετική ψυχολογία και συμβουλευτική, την παιγνιοθεραπεία, τη δραματοθεραπεία, την εικαστική θεραπεία, τη λογοτεχνία. Η σύνθεση αυτών των τεχνικών έχει ως αποτέλεσμα μια διαφορετική δυναμική από ό,τι καθεμία από αυτές μεμονωμένα. Έτσι μετασχηματίζεται και εξελίσσεται διαρκώς και μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με το πλαίσιο, το βασικό γνωστικό αντικείμενο του εκπαιδευτή, το στόχο εμψύχωσης και το συνδυασμό τεχνικών που χρησιμοποιεί.

Επιδρά ολιστικά στο ανθρώπινο σύστημα, καθώς μέσα από την καλλιέργεια της βιωματικής και συνθετικής εμπειρίας, αναπτύσσεται το σύνολο της ανθρώπινης προσωπικότητας, σώμα-νους-συναίσθημα, κι όχι μόνο το νοητικό πεδίο, όπως συμβαίνει με άλλες μορφές εκπαίδευσης. Με τη σύνθεση, λοιπόν, όλων των πεδίων η μέθοδος συμβάλλει στην αυτεπίγνωση και μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο συνειδητή προσωπική κι επαγγελματική ζωή.

Πηγή – Βιβλιογραφία:

Εμψύχωση ομάδας με τη Συνθετική Παιγνιόδραση, Η εμψύχωση – α’ τόμος της Φρόσως Μπενετή. Εκδόσεις Εμψύχωσις

Το άρθρο δημοσιεύτηκε επίσης στην Όμορφη ζωή