Επιμέλεια : Θεοδώρα Ζαφειροπούλου, Καθηγήτρια χορού – Μουσικός [Συνθετική Παιγνιόδραση]
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα σκοτεινό και υγρό βασίλειο κάτω από τη γη, εκεί όπου οι σκιές και η υγρασία ήταν οι μοναδικοί σύντροφοι των πλασμάτων που ζούσαν εκεί, υπήρχε ένας καλικάντζαρος με το όνομα Σπίθας. Είχε ένα πρόσωπο που έλαμπε κάπως διαφορετικά από τους άλλους καλικάντζαρους, και τα μάτια του ήταν γεμάτα περιέργεια για τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Αλλά, όπως όλοι οι καλικάντζαροι, δεν μπορούσε να κρυφτεί από την παράδοση. Οι καλικάντζαροι ήταν γνωστοί για τη φύση τους: έκλεβαν, τρομοκρατούσαν και αναστάτωναν τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια των Δώδεκα Ημερών των Χριστουγέννων.
Όμως, ο Σπίθας δεν ήταν σαν τους άλλους. Όταν οι καλικάντζαροι έπαιρναν τα εργαλεία τους για να ξηλώσουν τις στέγες των σπιτιών ή να κρύψουν τα παιχνίδια των παιδιών, εκείνος έβρισκε ευτυχία με τα χρώματα και τις ιστορίες. Κάθε βράδυ, αντί να σκάβει τον κορμό του Δέντρου της Ζωής ή να τρομοκρατεί τους περαστικούς, έφτιαχνε μικρές φωτεινές εικόνες με τα μαγικά του χέρια, γεμάτες με ουράνια τόξα, αστέρια και σχήματα που έμοιαζαν να χορεύουν στον αέρα.
Οι άλλοι καλικάντζαροι τον κορόιδευαν. «Τι κάνεις εκεί;» του έλεγαν, γελώντας με ειρωνεία. «Είσαι πολύ περίεργος για καλικάντζαρος! Οι καλικάντζαροι δεν παίζουν με χρώματα και ιστορίες. Εμείς κάνουμε ζημιές!»
Αλλά ο Σπίθας, με ήρεμη και γαλήνια καρδιά, ήξερε ότι αυτός ήταν ο τρόπος του να εκφράζεται. Η καρδιά του έβγαζε φτερά κάθε φορά που δημιουργούσε κάτι όμορφο. Παρά τις ειρωνείες, ποτέ δεν τα παράτησε. Η ανάγκη του να δημιουργεί και να ανακαλύπτει τη μαγεία των χρωμάτων και της φαντασίας ήταν ισχυρότερη από τις αποδοκιμασίες των άλλων.
Μια νύχτα, όταν η παγωνιά του χειμώνα ήταν πιο δυνατή από ποτέ, ο Σπίθας, κουρασμένος από την απομόνωση και τις ειρωνείες, αποφάσισε να ανέβει στον κόσμο των ανθρώπων. Όχι για να τους τρομάξει ή να τους ενοχλήσει, όπως οι άλλοι καλικάντζαροι, αλλά για να δει από κοντά τα φώτα και τις χαρές που είχε ακούσει στις ιστορίες του δάσους. Σήκωσε το μαγικό του ραβδί και έκανε το πρώτο βήμα προς τον κόσμο των ανθρώπων.
Φτάνοντας σε ένα μικρό χωριό, τον τράβηξε μια αχνή φωνή από το δάσος. Κοίταξε και είδε ένα μικρό αγόρι, τον Νικόλα, καθισμένο μόνο του, με τα μάτια του στραμμένα προς το σκοτεινό δάσος. Είχε ένα παράξενο βλέμμα, γεμάτο μελαγχολία, και έμοιαζε τόσο διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Δεν έπαιζε ποτέ μαζί τους, και συχνά τον κορόιδευαν γιατί είχε μια πολύ απαλή φωνή και λάτρευε τα βιβλία περισσότερο από τα παιχνίδια και τις σκανταλιές.
Ο Σπίθας, που είχε νιώσει την απομόνωση και την αποδοκιμασία πολλές φορές, πλησίασε το παιδί με δισταγμό, αλλά και μια απέραντη περιέργεια. «Γιατί είσαι μόνος σου;» τον ρώτησε με τρυφερότητα.
Ο Νικόλας σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε έκπληκτος. Δεν είχε συνηθίσει να βλέπει καλικάντζαρο, κι όμως το βλέμμα του ήταν γεμάτο μια παράξενη ηρεμία. «Κανείς δεν με καταλαβαίνει», είπε σιγανά. «Είμαι διαφορετικός και γι’ αυτό με αποφεύγουν. Δεν μ’ αρέσουν τα ίδια πράγματα με τα άλλα παιδιά. Δεν παίζω με μπάλες ή κρυφτό. Τους αρέσουν τα φασαριόζικα παιχνίδια, ενώ εγώ προτιμώ τις ιστορίες και τα βιβλία.»
Ο Σπίθας τον κοίταξε με κατανόηση και συμπόνια. «Ξέρεις κάτι; Κι εγώ είμαι διαφορετικός από τους άλλους καλικάντζαρους. Δεν μου αρέσει να κάνω ζημιές ή να τρομάζω τους ανθρώπους. Αντίθετα, φτιάχνω μικρές, φωτεινές εικόνες με τα χέρια μου και τις αφήνω να φωτίζουν το σκοτάδι.»
Ο Νικόλας άνοιξε τα μάτια του, ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Είναι όμορφο αυτό που λες», είπε με ένα χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό του. «Αν οι άλλοι ήξεραν τι κάνεις, ίσως να σε καταλάβαιναν.»
Το βράδυ πέρασε με γέλια και όμορφες συζητήσεις. Ο Σπίθας έδειξε στον Νικόλα τα μαγικά του χρώματα, και ο Νικόλας του διάβασε ιστορίες από τα βιβλία του, γεμάτες φαντασία και θαύματα. Η νύχτα τους ήταν γεμάτη από φως, χρώματα και ιστορίες που τους ένωναν, παρά την διαφορετικότητά τους.
Το πρωί, ο Σπίθας είχε μια ιδέα. Χρησιμοποιώντας τα μαγικά του χέρια, δημιούργησε μια γιρλάντα από φωτεινά χρώματα, που κρεμόταν από το μεγάλο δέντρο στην πλατεία του χωριού. Τα χρώματά της ήταν τόσο ζωντανά και λαμπερά, που έμοιαζαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων.
Οι κάτοικοι του χωριού έμειναν άφωνοι όταν την είδαν. Ποτέ δεν είχαν δει κάτι τόσο όμορφο! Ο Νικόλας, με θάρρος, τους μίλησε για τον φίλο του, τον καλικάντζαρο που έφερε τη μαγεία των χρωμάτων στον κόσμο του. «Αυτός ο καλικάντζαρος δεν είναι σαν τους άλλους», είπε. «Μας έδειξε ότι η διαφορετικότητα είναι κάτι ξεχωριστό και όμορφο.»
Οι άνθρωποι του χωριού, αρχικά διστακτικοί, άρχισαν να εκτιμούν τον Σπίθα και την τέχνη του. Μαζί με τον Νικόλα, έμαθαν ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας κάνει τον κόσμο πιο φωτεινό και πιο όμορφο.
Ο Σπίθας έγινε ο πρώτος καλικάντζαρος που αγαπήθηκε από τους ανθρώπους. Οι άλλοι καλικάντζαροι, βλέποντας την εκτίμηση που είχε κερδίσει, άρχισαν να αναρωτιούνται αν η τέχνη του και η διαφορετικότητά του ήταν κάτι που έπρεπε να ακολουθήσουν κι αυτοί.
Και έτσι, ο Σπίθας και ο Νικόλας έδειξαν στον κόσμο πως η διαφορετικότητα δεν είναι αδυναμία, αλλά μια δύναμη που ενώνει τις καρδιές και φωτίζει τη ζωή μας.