Επιμέλεια – Συρραφή: Φρόσω Μπενετή, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Εμψυχώτρια ομάδων

 

Στην ψυχοθεραπεία, υπάρχουν διάφορες τεχνικές κινητοποίησης, που αναπτύσσονται στη διάρκεια πολλών χρόνων κλινικής πρακτικής. Μερικές φορές το θεωρώ χρήσιμο να υπογραμμίσω το μέγεθος της αντίστασης που βασίζεται σε παλιότερα, μη αναστρέψιμα γεγονότα.

Είχα κάποτε έναν θεραπευόμενο που αντιστεκόταν, ο οποίος είχε μια ζωή τελματωμένη κι επέμενε να κατηγορεί τη μητέρα του για γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από δεκαετίες. Τον βοήθησα να καταλάβει τον παραλογισμό της στάσης του ζητώντας του να επαναλάβει αρκετές φορές τη φράση: “Δεν πρόκειται να αλλάξω μητέρα, ώσπου να μ’ αντιμετωπίσει διαφορετικά απ’ όταν ήμουνα οκτώ χρονών”. Έτσι, μερικές φορές χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στους θεραπευόμενους πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να παραιτηθούν απ’ το στόχο να έχουν καλύτερο παρελθόν.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, οι θεραπευόμενοι αρνούνται να δράσουν επειδή πιστεύουν πως δεν ξέρουν τι θέλουν. Έτσι, χρειάζεται να γίνει μια προσπάθεια για να εντοπίσουν και να νιώσουν τις επιθυμίες τους. Κάποιοι άλλοι πάλι, δεν νιώθουν πως έχουν το δικαίωμα να θέλουν οτιδήποτε και κάποιοι προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη της απώλειας παραιτούμενοι απ’ την επιθυμία. Σ’ αυτή την περίπτωση, συνήθως κρύβεται στο πίσω μέρος του μυαλού η εξής φράση: “Αν δεν επιθυμήσω τίποτα, δεν θα απογοητευτώ ξανά”.

Στο σχήμα της ατομικής ή ομαδικής ψυχοθεραπείας, έχω παρατηρήσει πως, πολλές φορές είναι χρήσιμο ένα παιχνίδι ρόλου. Για παράδειγμα, μια τηλεφωνική συζήτηση στην οποία συμβαίνει κάτι που οι θεραπευόμενοι καλούνται να αντιμετωπίσουν. Ποια είναι τα συναισθήματα που νιώθουν; Θλίψη; Πόνο; Ανακούφιση; Ενθουσιασμό; Μήπως μπορούμε τότε να βρούμε τρόπο να επιτρέψουμε σ’ αυτά τα συναισθήματα να συμμετάσχουν στην προετοιμασία της συμπεριφοράς και των αποφάσεων;

Κάποιες άλλες φορές έχω εμψυχώσει θεραπευόμενους παγιδευμένους σ’ ένα δίλημμα, αναφέροντας μια φράση από την Πτώση του Camus που πάντα μ’ αγγίζει βαθιά: “Πίστεψέ με, το πράγμα που μπορεί δυσκολότερα να εγκαταλείψει ένας άνθρωπος, είναι τελικά εκείνο που δεν επιθυμεί”.

Άλλες φορές πάλι, χρειάζεται να παραμένουμε σιωπηλοί, σε σιωπηλή επικοινωνία, ή απλώς περιμένοντας να εμφανιστούν οι σκέψεις του θεραπευόμενου σε μια μορφή που να μπορεί να εκφραστεί.

Η ψυχοθεραπεία μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια γενική πρόβα για τη ζωή. Και παρόλο που απαιτεί μια στενή σχέση, η σχέση δεν είναι σκοπός, είναι μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Η εγγύτητα της θεραπευτικής σχέσης εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς. Παρέχει μια ασφαλή περιοχή, στην οποία οι θεραπευόμενοι μπορούν να αποκαλυφθούν όσο πληρέστερα γίνεται. Επιπλέον, τους προσφέρει την εμπειρία ότι κάποιος τους αποδέχεται και τους καταλαβαίνει, ενώ έχουν αποκαλύψει τον βαθύτερο εαυτό τους. Τους διδάσκει κοινωνικές δεξιότητες: ο θεραπευόμενος μαθαίνει τι απαιτείται για να έχει μια στενή σχέση. Μαθαίνει επίσης ότι η δημιουργία στενής σχέσης δεν είναι αδύνατη, αντίθετα είναι εφικτή. Τέλος, η θεραπευτική σχέση χρησιμεύει ως εσωτερικό σημείο αναφοράς, στο οποίο οι θεραπευόμενοι μπορούν να επανέρχονται με τη φαντασία τους.
Έχοντας κατακτήσει μια φορά αυτό το επίπεδο οικειότητας, μπορούν να διατηρήσουν μέσα τους την ελπίδα και την προσδοκία παρόμοιων σχέσεων.

Βεβαίως και υπάρχουν θεραπευόμενοι οι οποίοι δεν εφαρμόζουν αυτά που έμαθαν στη ζωή τους, έξω από τη θεραπεία. Μπορούμε να πούμε πως χρησιμοποιούν τη θεραπεία ως υποκατάστατο κι όχι ως πρόβα για τη ζωή.

Δεν αρκεί η αλλαγή της συμπεριφοράς αποκλειστικά στις συνθήκες ψυχοθεραπείας. Γι’ αυτό μια τέτοιου είδους διάκριση, μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη σε αποφάσεις τερματισμού της θεραπείας. Οι θεραπευόμενοι χρειάζεται να μεταφέρουν την αλλαγή τους στο περιβάλλον της ζωής τους. Και εμείς πρέπει να είμαστε εκεί, σε αυτή τη μετάβαση, για να δώσουμε ένα χέρι βοήθειας.

Πηγή – Βιβλιογραφία:

Το δώρο της ψυχοθεραπείας, Irvin Yalom. Μτφρ. Ευαγγελία Ανδρίτσανου – Γιάννης Ζέρβας, Εκδόσεις Άγρα