Απόσπασμα από το ‘Χρόνος & Ψυχή’ του Needleman Jacob, Εκδ. Αρχέτυπο
Συρραφή – Επιμέλεια: Φρόσω Μπενετή

 

‘Η ιστορία του Κιρζάι ‘

Πριν από πολλά χρόνια, ζούσε ένας νέος έμπορος τον έλεγαν Κιρζάι. Μια μέρα, οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον ανάγκασαν να ταξιδέψει μέχρι το χωριό Τσιγκάν, διακόσια χιλιόμετρα μακριά από εκεί που έμενε. Φυσιολογικά ο Κιρζάι θα ακολουθούσε τη γνωστή διαδρομή που περνούσε κατά μήκος της άκρης των βουνών, έτσι ώστε στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού του να είχε προστασία από το δυνατό ήλιο. Εκείνη όμως τη φορά, ο χρόνος τον πίεζε. Ήταν απόλυτη ανάγκη να φτάσει στο Τσιγκάν το γρηγορότερο δυνατόν. Έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει μια άλλη διαδρομή που περνούσε μέσα από την έρημο Σιρ Νταριά.

Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα μέσα στην έρημο, γι’ αυτό πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν τολμήσει να τη διασχίσουν. Παρόλα αυτά, ο Κιρζάι πότισε πότισε την καμήλα του, γέμισε τα φλασκιά του με νερό και ξεκίνησε για το ταξίδι. Προχωρούσε αρκετές ώρες, όταν κάποια στιγμή άρχισε να σηκώνεται ο άνεμος της ερήμου.

Ξαφνικά ένα θέαμα έκανε το αίμα του να παγώσει. Γύρω στα εκατό μέτρα μπροστά του είχε ξεσηκωθεί ένας γιγάντιος ανεμοστρόβιλος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι τέτοιο. Ένα παράξενο πορφυρό φως απλωνόταν γύρω από τον ανεμοστρόβιλο, που άλλαζε ακόμα και το χρώμα της άμμου. Ο Κιρζάι δίστασε. Μήπως θα έπρεπε να αλλάξει δρόμο και να παρακάμψει αυτό το παράξενο φαινόμενο ή θα συνέχισε ευθεία μπροστά; Βιαζόταν όμως πολύ. Σκέφτηκε πως δεν είχε χρόνο να πάρει το μακρύτερο μονοπάτι κι έτσι, με κατεβασμένο το κεφάλι και κυρτωμένους ώμους, προχώρησε προς τα μπρος.

Τον περίμενε όμως μια μεγάλη έκπληξη: Απ’ τη στιγμή που μπήκε μέσα στη θύελλα, όλα έγινα πολύ πιο ήσυχα. Ο άνεμος δεν τον χτυπούσε πια τόσο δυνατά στο πρόσωπο. Ένιωσε ικανοποιημένος που είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Αλλά ξαφνικά αναγκάστηκε να σταματήσει και πάλι. Λίγα βήματα μπροστά του, ξαπλωμένος στο έδαφος δίπλα σε μια γονατισμένη καμήλα, βρισκόταν ένας άνδρας. Αμέσως ο Κιρζάι κατέβηκε από την καμήλα του για να δει τι συμβαίνει. Αν και ο άνδρας είχε τυλιγμένο το κεφάλι του μ’ ένα μαντήλι, ο Κιρζάι δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι ήταν προχωρημένος ηλικίας. Ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε έντονα τον Κιρζάι για μια στιγμή μετά με μια βραχνή φωνή που μόλις ακουγόταν, είπε: “Είσαι … εσύ;”

Ο Κιρζάι γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. “Τι; Μη μου πεις πως ξέρεις ποιος είμαι! Έχει η φήμη μου απλωθεί λοιπόν σ’ όλη την έρημο; Αλλά πες μου, γέροντα, εσύ ποιος είσαι;” Ο άνδρας δεν είπε τίποτα. Ο Κιρζάι συνέχισε:

“Όποιος και να είσαι, δεν φαίνεσαι καλά. Πού πηγαίνεις;”

“Στην Τζίβα”, αναστέναξε ο γέρος. “Αλλά δεν έχω άλλο νερό”. Ο Κιρζάι σκέφτηκε για λίγο. Θα μπορούσε βέβαια να μοιραστεί ένα μέρος από το νερό του με το γέροντα. Αν όμως το έκανε, κινδύνευε να ξεμείνει ο ίδιος από νερό. Αλλά δεν του έκανε καρδιά να τον εγκαταλείψει στην κατάσταση αυτήν. Δεν μπορούσε να του φερθεί σαν να ήταν σκύλος, αφήνοντας τον να πεθάνει χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του.
‘Στο διάβολο τα σχέδια μου’, σκέφτηκε ο Κιρζάι. “Αν χρειάζομαι κι άλλο νερό, αρκεί να βρω το μονοπάτι κατά μήκος των βουνών. Η ανθρώπινη ζωή είναι πιο σημαντική από μια επαγγελματική συνάντηση”.
Βοήθησε τον ηλικιωμένο άνδρα να πιει λίγο νερό, γέμισε ένα από τα φλασκιά του και μετά τον βοήθησε να ανέβει στην καμήλα του. “Προχώρα ίσια προς τα εκεί” του είπε, δείχνοντας με το δάκτυλο, “και θα φτάσεις στην Τζίβα σε δυο ώρες”.
Ο άνδρας έκανε ένα νεύμα ευχαριστίας με τα χέρια του. Πριν ξεκινήσει, έστρεψε το βλέμμα του προς τον Κιρζάι και είπε αυτά τα παράξενα λόγια: “Μια μέρα η έρημος θα στο ξεπληρώσει”. Μετά έστρεψε την καμήλα του προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει ο Κιρζάι και έφυγε.

 

Ο Κιρζάι συνέχισε το ταξίδι του, η ευκαιρία που τον περίμενε στο Τσιγκάν είχε σίγουρα χαθεί, όμως μέσα του ένιωθε γαλήνη.

 

Ο καιρός πέρασε. Τριάντα χρόνια αργότερα, η δουλειά του Κιρζάι τον ανάγκαζε να πηγαινοέρχεται συνέχεια μεταξύ Τζίβα και Τσιγκάν. Δεν είχε πλουτίσει, αλλά κέρδιζε αρκετά ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίζει μια άνετη ζωή στην οικογένειά του. Δεν ζητούσε και τίποτε περισσότερο.

 

Μια μέρα και ενώ βρισκόταν στο Τσιγκάν πουλώντας δέρματα στο παζάρι, έμαθε πως ο γιος του ήταν βαριά άρρωστος. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει αμέσως κοντά του. Ο Κιρζάι δεν έχασε καιρό.Θυμήθηκε το σύντομο δρόμο μέσα από την έρημο, που θέλησε να ακολουθήσει πριν από τριάντα χρόνια. Πότισε την καμήλα του, γέμισε τα φλασκιά του και ξεκίνησε.

Στο δρόμο προσπαθούσε να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αναγκάζοντας την καμήλα του να τρέχει συνεχώς. Δεν σταματούσε, ούτε καν πήγαινε πιο αργά, όταν ήθελε να πει νερό. Κι εξαιτίας αυτής της βιασύνης, έγινε το ατύχημα. Ξαφνικά το φλασκί του ξέφυγε από τα χέρια και πριν καλά-καλά προλάβει να κατέβει για να το ξαναπάρει, το νερό εξαφανίστηκε μέσα στην άμμο. Ο Κιρζάι ξεστόμισε μια δυνατή βρισιά. Μ’ ένα μόνο φλασκί νερό ήταν αδύνατο να διασχίσει την έρημο. Η σκέψη όμως του γιου του, τον έσπρωξε να προχωρήσει. “Πρέπει να το κάνω και θα το κάνω!”

Ο ήλιος στην έρημο Σιρ Νταριά είναι αμείλικτος, αδιάφορος μπροστά στο λόγο που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να αψηφήσει τις καυτές του ακτίνες. Καίει ασταμάτητα με την ίδια πάντα δύναμη και ένταση. Ο Κιρζάι δεν άργησε να ανακαλύψει το τραγικό του λάθος. Η γλώσσα του άρχισε να ξεραίνεται και το δέρμα του να καίγεται. Το μοναδικό φλασκί που του είχε απομείνει, ήταν πλέον άδειο. Και σα να μην έφτανε αυτό, είδε έντρομος μπροστά του μια ανεμοθύελλα να πλησιάζει. Τύλιξε το μαντήλι γύρω από το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να τον οδηγήσει η καμήλα. Δεν καταλάβαινε πια τι γινόταν γύρω του.

Μπροστά του τώρα σηκωνόταν ένας γιγάντιος ανεμοστρόβιλος, αναδύοντας ένα απαλό πορφυρό χρώμα, αλλά ο Κιρζάι, που ήταν σχεδόν αναίσθητος δεν έβλεπε τίποτα. Η καμήλα του μπήκε μέσα στον ανεμοστρόβιλο, προχώρησε μερικά βήματα και μετά κάθισε απότομα κάτω. Ο Κιρζάι κατρακύλησε στο έδαφος. “Αυτό είναι το τέλος” σκέφτηκε, “ο γιος μου δεν θα με ξαναδεί ποτέ πια”.

Εκείνη όμως τη στιγμή, προς το μέρος του, ερχόταν μια καμήλα, που πάνω της καθόταν ένας άνθρωπος. Αλλά όσο περισσότερο τον πλησίαζε, τόσο η χαρά του Κιρζάι μετατρεπόταν σε βαθιά έκπληξη. Ο άνθρωπος ξεπέζεψε απ’ την καμήλα του. Ο Κιρζάι τον ήξερε!Αναγνώρισε το νεανικό του πρόσωπο, τα ρούχα του, ακόμα και την καμήλα του! Την καμήλα που ο ίδιος είχε αγοράσει για δυο πολύτιμα αγγεία πριν από πολλά χρόνια. Ο Κιρζάι ήταν σίγουρος: ο νέος άνδρας που είχε έρθει να τον βοηθήσει ήταν ο εαυτό του! Ήταν ο ίδιος ο Κιρζάι, όπως ήταν τριάντα χρόνια πριν!

“Είσαι … εσύ;” ψιθύρισε ο Κιρζάι με βραχνή φωνή. Ο νέος τον κοίταξε και γέλασε. “Τι; Μη μου πεις πως ξέρεις ποιος είμαι; Έχει η φήμη μου απλωθεί λοιπόν σ’ όλη την έρημο; Αλλά πες μου, γέροντα, εσύ ποιος είσαι;”

 

Ο Κιρζάι δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να έλεγε στο νεαρό άνδρα ποιος ήταν, ή να μην έλεγε απολύτως τίποτα;

 

Στο μεταξύ ο νεαρός συνέχισε: “όποιος και να είσαι, δεν φαίνεσαι καλά. Πού πηγαίνεις;”

 

“Στην Τζίβα, αλλά δεν έχω άλλο νερό”.

 

Ο Κιρζάι είδε ότι ο νέος άνδρας ζύγιζε μέσα του την κατάσταση κι ήξερε ακριβώς τι περνούσε από το μυαλό του: να βοηθούσε τον Κιρζάι ή να τον άφηνε και να συνέχιζε το δρόμο του; Αλλά ο Κιρζάι ήξερε επίσης ποια θα ήταν η απόφασή του και χαμογέλασε παρατηρώντας το νέο άνδρα να του δίνει νερό να πιει. Κατόπιν ο νεαρός Κιρζάι γέμισε το άδειο του φλασκί, τον βοήθησε να ανέβει στην καμήλα του και του έδειξε το δρόμο.

“Προχώρα ίσια προς τα εκεί και θα φτάσεις στην Τζίβα σε δυο ώρες”. Ο γέρο Κιρζάι κοίταξε ένα λεπτό τον εαυτό του όπως ήταν κάποτε κι έκανε ένα νεύμα ευχαριστίας. Θα ήθελε να μιλήσει με το νέο για πολλά πράγματα, αλλά το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν: “Μια μέρα η έρημος θα στο ξεπληρώσει”. Και μετά ξεκίνησε βιαστικά για την Τζίβα, όπου τον περίμενε ο γιος του.

Ο Κιρζάι με τα χρόνια έγινε σοφός άνθρωπος κι όλοι τον σέβονταν. Και όταν διηγούταν την παράξενη ιστορία του, όλοι όσοι τον άκουγαν τον πίστευαν.

Από τότε η έρημος του Σιρ Νταριά έμεινε γνωστή με το όνομα Σαμοβστρέτσα, που θα πει: η έρημος όπου κανείς συναντάει τον εαυτό του.