Επιμέλεια: Φρόσω Μπενετή, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας [Συνθετική Ψυχοενεργειακή / Παιγνιόδραση]

Η θεωρία των διαπροσωπικών σχέσεων υποστηρίζει πως όλες οι ψυχικές διαταραχές, οι οποίες δεν έχουν προκληθεί από κάποια οργανική προσβολή του εγκεφάλου, πηγάζουν από διαταραχές στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι άνθρωποι μπορεί να ζητήσουν βοήθεια από έναν ψυχοθεραπευτή για ποικίλους λόγους. Κάτω απ’ αυτούς τους λόγους όμως βρίσκεται κοινή μια αδυναμία να εγκαταστήσει κανείς ικανοποιητικές και ανθεκτικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.

Αυτές οι σχεσιακές δυσκολίες έχουν τις ρίζες τους πολύ βαθιά στο παρελθόν, στις πιο πρώιμες σχέσεις με τους γονείς. Μόλις εγκατασταθούν, οι διαταραγμένες μέθοδοι του σχετίζεσθαι με τους άλλους προχωρούν προς τα εμπρός και χρωματίζουν τις κατοπινές σχέσεις με τα αδέλφια, τους συντρόφους του παιχνιδιού, τους δασκάλους, τους στενούς φίλους, τους ερωτικούς συντρόφους, τους συζύγους και τα παιδιά. Έτσι, η ψυχοθεραπεία μετατρέπεται σε σπουδή των διαπροσωπικών σχέσεων και η διόρθωση των διαστρεβλώσεων μπορεί να συμβεί μόνο στο παρόν και καμιά συνθήκη και δεν είναι καλύτερη από την πιο άμεσα παροντική σχέση: τη σχέση ανάμεσα σε θεραπευόμενο και θεραπευτή.

Ο θεραπευτής υποθέτει ότι ο θεραπευόμενος, εφόσον επικρατεί κλίμα εμπιστοσύνης, σύντομα θα εκδηλώσει στη σχέση του με τον θεραπευτή πολλές από τις κύριες διαπροσωπικές τους δυσκολίες. Το πλήθος των τρόπων που σχετίζεται με τους άλλους, θα φανερωθεί μέσα από τη σχέση του με τον θεραπευτή.

Δεν χρειάζεται να πάρεις ιστορικό ή να ζητήσεις περιγραφές της διαπροσωπικής συμπεριφοράς. Αργά ή γρήγορα ολόκληρος ο τραγικός πάπυρος της συμπεριφοράς ξεδιπλώνεται την ώρα της συνεδρίας μπροστά στα μάτια τόσο του θεραπευτή όσο και του θεραπευόμενου. Μόλις αρχίσει η διαπροσωπική συμπεριφορά να παίζεται μέσα στο γραφείο του θεραπευτή, εκείνος αρχίζει με ποικίλους τρόπους να τον βοηθά να παρατηρήσει τον εαυτό του. Έτσι, η επικέντρωση στη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου στο εδώ και τώρα είναι διττή: πρώτα υπάρχει μια βιωμένη εμπειρία, καθώς οι δυο τους συνδέονται σ’ ένα παράδοξο και περίεργο αγκάλιασμα, συγχρόνως τεχνητό και βαθιά αυθεντικό. Στη συνέχεια ο θεραπευτής, διακριτικά μετατοπίζει το πλαίσιο, έτσι που και οι δύο να γίνουν παρατηρητές ακριβώς αυτού του δράματος το οποίο παίζουν.

Τα δύο βήματα αυτά είναι απολύτως αναγκαία. Η διαδραμάτιση χωρίς στοχασμό γίνεται απλώς μια ακόμα συγκινησιακή εμπειρία αλλά τέτοιες εμπειρίες μας παρουσιάζονται σε ολόκληρη της ζωή μας, χωρίς να επιφέρουν καμία αλλαγή. Από την άλλη, ο στοχασμός χωρίς τη συγκίνηση γίνεται στείρα διανοητική άσκηση. Όλοι γνωρίζουμε θεραπευόμενους, ιατρογενείς μούμιες, τόσο δεμένους με την επίγνωση και την αυτοπαρατήρηση που κάθε αυθόρμητη δραστηριότητα καθίσταται αδύνατη.

Όταν παγιωθεί η αυτοστοχαστική συμπεριφορά και ο θεραπευόμενος είναι σε θέση να γίνει μάρτυρας της ίδιας του της συμπεριφοράς, τότε ο θεραπευτής τον βοηθάει να αποκτήσει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του, τόσο στον ίδιο του τον εαυτό όσο και στους άλλους. Μόλις αυτό επιτευχθεί, αρχίζει η πραγματική θεραπεία: Ο θεραπευόμενος πρέπει αργά ή γρήγορα να ρωτήσει τον εαυτό του: “Είμαι ικανοποιημένος μ’ αυτό; Θέλω να συνεχίσω να είμαι έτσι;”

Τελικά όλες οι οδοί και όλες οι μορφές ψυχοθεραπείας οδηγούν σ’ αυτό το σημείο, στο οποίο πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Έτσι και οι δύο χρειάζεται να παραμείνουν εκεί ως την άφιξη του πυρήνα που εφοδιάζει με ενέργεια τη διαδικασία της αλλαγής: της Βούλησης.

Το σύνηθες σε αυτό το σημείο είναι να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε πως οι προσδοκώμενοι κίνδυνοι, αν κανείς συμπεριφερθεί διαφορετικά, είναι χιμαιρικοί. Οι απόπειρές μας όμως είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος εξαντλημένες και έμμεσες. Συνήθως εκτελούμε τελετουργίες ή απλώς σφίγγουμε τα δόντια περιμένοντας τη Βούληση να αναδυθεί από το απέραντο σκοτάδι στο οποίο κατοικεί.

Το θεραπευτικό οικοδόμημα που περιέγραψα διαθέτει άλλη μία κολόνα στήριξης, χωρίς την οποία ολόκληρη η κατασκευή θα κατέρρεε. Η ψυχοθεραπεία είναι μία γενική πρόβα. Ο θεραπευόμενος πρέπει να μπορεί να μεταφέρει τους νέους τρόπους να συμπεριφέρεται ενώπιον του θεραπευτή στον έξω κόσμο του, στους ανθρώπους της ζωής του.

Το παραπάνω διάγραμμα έχει μια οσμή πειραματικού εργαστηρίου. Κατά βάθος η ψυχοθεραπεία δεν έχει ποτέ μια τόσο επιστημονικά μετρήσιμη αποτελεσματικότητα. Η ψυχοθεραπεία τελικά χρειάζεται να είναι μια βαθιά ανθρώπινη εμπειρία που στην πραγματικότητα είναι περισσότερο αυθόρμητη απ’ ότι υπονοεί ένα νοητικό διάγραμμα ροής …

Πηγή: ‘Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά’ – Irvin Yalom & Ginny Elkin. Εκδόσεις Άγρα, Μτφρ.: Ευαγγελία Ανδριτσάνου.